- κηδεμονεύω
- κηδεμόνευσα, κηδεμονεύτηκα, κηδεμονευμένος, ασκώ καθήκοντα κηδεμόνα: Κηδεμονεύει τον ανήλικο ανεψιό του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κηδεμονεύω — to be a guardian pres subj act 1st sg κηδεμονεύω to be a guardian pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονεύω — κηδεμονεύω, κηδεμόνευσα και κηδεμόνεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κηδεμονεύω — (ΑΜ κηδεμονεύω) [κηδεμών] ασκώ καθήκοντα κηδεμόνα, έχω κάτι ή κάποιον υπό την κηδεμονία μου (α. «κηδεμονεύει τα παιδιά τού αδελφού του» β. «κηδεμονεύειν παίδων», Ιουστιν.) … Dictionary of Greek
κηδεμονεύῃ — κηδεμονεύω to be a guardian pres subj mp 2nd sg κηδεμονεύω to be a guardian pres ind mp 2nd sg κηδεμονεύω to be a guardian pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονευομένων — κηδεμονεύω to be a guardian pres part mp fem gen pl κηδεμονεύω to be a guardian pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονευθέντος — κηδεμονεύω to be a guardian aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονευομένου — κηδεμονεύω to be a guardian pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονευόμενος — κηδεμονεύω to be a guardian pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονεύειν — κηδεμονεύω to be a guardian pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακηδεμόνευτος — η, ο (Α ἀκηδεμόνευτος, ον) [κηδεμονεύω] αυτός για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, παραμελημένος, απροστάτευτος νεοελλ. (για ανηλίκους και υπεξουσίους) αυτός που δεν διατελεί υπό κηδεμονία … Dictionary of Greek